ηλικιωτης

ηλικιωτης
    ἡλικιώτης
    ἡλῐκιώτης
    дор. ἁλικιώτης -ου (ᾱ) ὅ однолеток, ровесник, сверстник
    

(ἡλικιῶται καὴ ἑταῖροι Plat.)

    ἐμὸς ἡ. Plat. — мой ровесник;
    ὅ ἡμῖν ἡ. Lys. — человек одних лет с нами, человек нашего возраста


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ηλικιωτης" в других словарях:

  • ἡλικιώτης — equal in age masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλικιώτης — ο, θηλ. ώτις (AM ἡλικιώτης, θηλ. ῶτις, Α κρητ. τ. Fαλικιώτας) [ηλικία] αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, συνηλικιώτης, συνομήλικος, σύγχρονος (μσν. αρχ.) (το θηλ. με δοτ.) ή ἡλικιῶτις σύγχρονος με κάποιον ή με κάτι αρχ. φρ. α.… …   Dictionary of Greek

  • ἡλικιῶτα — ἡλικιώτης equal in age masc voc sg ἡλικιώτης equal in age masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιωτέων — ἡλικιώτης equal in age masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιωτῶν — ἡλικιώτης equal in age masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιῶται — ἡλικιώτης equal in age masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιώταις — ἡλικιώτης equal in age masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιώτην — ἡλικιώτης equal in age masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιώτου — ἡλικιώτης equal in age masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιώτῃ — ἡλικιώτης equal in age masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλικιώτῃσιν — ἡλικιώτης equal in age masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»